μαστούρης

μαστούρης
-ισσα, -ικο
αυτός που βρίσκεται κάτω από την επήρεια ναρκωτικού, χασισωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. mastur].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μαστουρώνω — [μαστούρης] βρίσκομαι κάτω από την επήρεια ναρκωτικού …   Dictionary of Greek

  • μαστούρα — η [μαστούρης η κατάσταση τού μαστούρη, χασίσωμα …   Dictionary of Greek

  • χασισώνω — Ν [χασίς] 1. δίνω σε κάποιον να καπνίσει χασίσι 2. (το μέσ. και παθ.) χασισώνομαι καπνίζω χασίσι και μεθώ από αυτό, μαστούρώνω 3. (η μτχ. ενεστ. ως επίθ.) χασισωμένος, η, ο μεθυσμένος από χασίσι, μαστούρης …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”